- φάριον
- φάριονneut nom/voc/acc sgφαράωploughimperf ind act 3rd pl (epic doric ionic)φαράωploughimperf ind act 1st sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαρίον — και φαρίν, τὸ, Μ βλ. φαρί … Dictionary of Greek
φαρίοις — φάριον neut dat pl φαράω plough pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρίου — φάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρίων — φάριον neut gen pl φάρος a large piece of cloth neut gen pl (doric) φᾶρος a large piece of cloth neut gen pl (doric) φᾱρίων , φᾶρος a large piece of cloth neut gen pl (doric) φαράω plough pres part act masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρίῳ — φάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
фарь — м. породистый конь, скакун , стар., др. русск. (Дан. Зат., Ипатьевск. летоп., Девгениево деяние), фарисъ – то же (Нестор Искандер), фарыжъ – то же. Последняя форма – через польск. fаrуs от ср. в. н. vârîs конь , напротив, фарь, фарисъ, вероятно … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
φάριο — το / φάριον, ΝΑ [φᾱρος] νεοελλ. (για ευζώνους) φέσι αρχ. μάλλινος κεφαλόδεσμος … Dictionary of Greek
φάριτζα — ἡ, Μ θηλ. τού φαρίον … Dictionary of Greek
φαρί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μορονίου. * * * το / φαρίν, ΝΜ, και φαρίον Μ άλογο, ιδίως το κατάλληλο για ιππασία ή για πόλεμο («οι καβαλλάροι μάχουνται, και τα … Dictionary of Greek